- τυμπανοπλαστία
- η, Νιατρ. η τυμπανοπλαστική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. tympanoplastie (< τύμπανο + -πλαστία < -πλάστης< πλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυμπανοπλαστική — και τυμπανοπλαστία, η, Ν ιατρ. επανορθωτική μικροχειρουργική επέμβαση σε ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τού τυμπανοοσταριακού συστήματος, αλλ. τυμπανοπλαστία … Dictionary of Greek
τυμπανοπλαστικός — ή, ό, Ν [τυμπανοπλαστία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυμπανοπλαστία 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τυμπανοπλαστική … Dictionary of Greek